- οχώ
- (Α ὀχῶ, -έω, δωρ. τ. ὀγχέω ἡ ὀκχέω)(συν. το μέσ.) ὀχοῡμαι, -έομαιμεταφέρομαι με όχημα, επιβαίνω σε άμαξααρχ.1. κρατώ κάτι στερεά, υποστηρίζω («ἄγκυρα δ' ἥ μου τὰς τύχας ὤχει μόνη», Ευρ.)2. υποφέρω, πάσχω («ἀπροσόρατον ὀκχέοντι πόνον», Πίνδ.)3. συνεχίζω, εξακολουθώ να κάνω κάτι («νηπιάας ὀχέω» — εξακολουθώ να ασχολούμαι με παιδικά παιχνίδια, Ομ. Οδ.)4. φέρω, κρατώ, βαστάζω («διδόασι τοῑς τρισὶ δακτύλοις ὀχοῡντες τὴν φιάλην», Ξεν.)5. ιππεύω («αὐτὸς βαδίζω... τοῡτον δ' ὀχῶ», Αριστοφ.)6. μέσ. α) ταξιδεύω με πλοίοβ) συνουσιάζομαιγ) βρίσκομαι ή κινούμαι στην επιφάνεια υγρού, επιπλέω7. μέσ. μτφ. α) (σχετικά με εξαρθρωμένο οστό) επιβαίνω σε άλλο οστόβ) συμπορεύομαι, πορεύομαι μαζί («ὁ χρόνος... συνθεῑ [τῇ κινήσει] ὡς ἐπὶ φερομένης ὀχούμενος», Πλωτ.)8. φρ. α) «ὀχοῡμαι ἐπὶ ῥοπῆς» — βαίνω, προχωρώ με κλίσηβ) «ὀχοῡμαι ἐπὶ ἐλπίδος» — διατηρώ το θάρρος μου στηριζόμενος σε ελπίδα9. (η μτχ. ουδ. πληθ. μέσ. ενεστ.) τὰ ὀχούμενα(ως τίτλος έργου τού Αρχιμήδους) τα επιπλέοντα σώματα.[ΕΤΥΜΟΛ. Ο τ. τής μέσης φωνής ὀχέομαι / ὀχοῦμαι αποτελεί επαναληπτικό τ. τού ρ. ἔχω (ΙΙ)* «φέρω, μεταφέρω» (πρβλ. ποτέομαι: πέτομαι, στροφέω: στρέφω, φοβέω: φέβομαι). Ορισμένες σημ. τού ενεργ. τ. ὀχῶ, όπως «κρατώ, βαστάζω, υποφέρω», οφείλονται πιθ. σε παρετυμολογική σύνδεσή του με το ρ. ἔχω (Ι)*. Ο τ. ὀκχέω είναι πιθ. εκφραστικός].
Dictionary of Greek. 2013.